ανάπλα

ανάπλα
(I)
η
1. μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα
2. πλατύ ύφασμα που απλώνεται κάτω από τις ελιές και τις αμυγδαλιές για το ευκολότερο μάζεμα τών καρπών τους που πέφτουν εκεί από τα χτυπήματα τών ραβδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικός τ. τού ανάπλι].
————————
(II)
η [άπλα]
άνεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀναπλακεῖν — ἀνά , ἀπό λάσκω ring aor inf act (attic epic doric) ἀνά , ἀπό λακάω burst asunder pres inf act (attic epic doric ionic) ἀναπλᾱκεῖν , ἀνά , ἀπό λακέω pres inf act (attic epic doric) ἀναπλᾱκεῖν , ἀνά , ἀπό ληκέω crack pres inf act (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”