- ανάπλα
- (I)η1. μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα2. πλατύ ύφασμα που απλώνεται κάτω από τις ελιές και τις αμυγδαλιές για το ευκολότερο μάζεμα τών καρπών τους που πέφτουν εκεί από τα χτυπήματα τών ραβδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικός τ. τού ανάπλι].————————(II)η [άπλα]άνεση.
Dictionary of Greek. 2013.